φρονιμάδα — η, Ν 1. φρόνηση, σωφροσύνη 2. σοβαρότητα χαρακτήρα 3. χρηστότητα, ηθικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ άδα)] … Dictionary of Greek
σωφρονικός — ή, όν, Α [σώφρων, ονος] 1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός 2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόν η σωφροσύνη, η φρονιμάδα. επίρρ... σωφρονικῶς Α με σωφροσύνη, με φρονιμάδα … Dictionary of Greek
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek
γνωστικός — ή, ό (AM γνωστικός, ή, όν) [γνώστης] 1. αυτός που αναφέρεται στη γνώση 2. το ουδ. ως ουσ. το γνωστικό(ν) η σύνεση, η φρονιμάδα 3. (το αρσ. πληθ.) Γνωστικοί, οι οι οπαδοί τού γνωστικισμού νεοελλ. φρόνιμος, συνετός αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ γνωστική η … Dictionary of Greek
ευταξία — η (ΑΜ εὐταξία) [εύτακτος] 1. η καλή τάξη, η τακτοποίηση 2. η τήρηση τής τάξεως, η πειθαρχία 3. σεμνότητα, φρονιμάδα αρχ. 1. η καλή κατάσταση 2. (για πόλεις) η ευνομία 3. η μετριότητα στη διατροφή 4. εγκράτεια, αγνότητα 5. (στη φιλοσ. τών Στωικών) … Dictionary of Greek
νουνέχεια — η (Α νουνέχεια) [νουνεχής] σύνεση, φρονιμάδα … Dictionary of Greek
πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά … Dictionary of Greek
σωφροσύνη — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σαοφροσύνη και δωρ. τ. σωφροσύνα Α [σώφρων, ονος] το να είναι κανείς σώφρων, συνετός, η σύνεση, η φρονιμάδα (α. «τόν σέβονταν για τη μόρφωση και τη σωφροσύνη του» β. «ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα», ΚΔ γ. «αἰδὼς σωφροσύνης… … Dictionary of Greek
σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… … Dictionary of Greek
φρονιμότητα — η / φρονιμότης, ητος, ΝΜΑ [φρόνιμος] φρονιμάδα … Dictionary of Greek